- ἀποδοκιμαστέος
- ἀποδοκιμαστέοςmasc/fem nom sgἀποδοκιμαστέοςmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀποδοκιμαστέα — ἀποδοκιμαστέος neut nom/voc/acc pl ἀποδοκιμαστέος neut nom/voc/acc pl ἀποδοκιμαστέᾱ , ἀποδοκιμαστέος fem nom/voc/acc dual ἀποδοκιμαστέᾱ , ἀποδοκιμαστέος fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ἀποδοκιμαστής one who rejects masc acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποδοκιμαστέον — ἀποδοκιμαστέος masc/fem acc sg ἀποδοκιμαστέος neut nom/voc/acc sg ἀποδοκιμαστέος masc acc sg ἀποδοκιμαστέος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποδοκιμαστέοι — ἀποδοκιμαστέος masc/fem nom/voc pl ἀποδοκιμαστέος masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)